κατεβλακευμενως

κατεβλακευμενως
    κατεβλακευμένως
    κατεβλᾱκευμένως
    медлительно, лениво Arph., Anth.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "κατεβλακευμενως" в других словарях:

  • κατεβλακευμένως — (Α) επίρρ. με οκνηρία, με ραθυμία, αργά, σιγά σιγά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατεβλακευμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού ρ. καταβλακέω «μεταχειρίζομαι αμελώς, απρόσεκτα»] …   Dictionary of Greek

  • κατεβλακευμένως — κατεβλᾱκευμένως , κατεβλακευμένως slothfully indeclform (adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»